- πρισματικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρίσμα2. αυτός που έχει σχήμα πρίσματος, πρισματοειδής3. αυτός που αποτελείται από πρίσματα («πρισματική διόπτρα» — διόπτρα τής οποίας το ανορθωτικό σύστημα δεν τό αποτελούν φακοί αλλά δύο ισοσκελή πρίσματα διπλής ολικής ανάκλασης)4. φρ. α) «πρισματική επιφάνεια»μαθημ. η επιφάνεια που παράγεται από μια ευθεία η οποία μετατοπίζεται, χωρίς να αλλάζει διεύθυνση, κατά μήκος τής περιμέτρου ενός επίπεδου πολυγώνουβ) «πρισματικό φάσμα» και «πρισματικά χρώματα» — φάσμα ή χρώματα παρατηρούμενα από την ανάλυση τού φωτός το οποίο διέρχεται μέσα από ένα πρίσμαγ) «πρισματικά γυαλιά»(στην οφθαλμολογία) γυαλιά χρησιμοποιούμενα για τη διόρθωση τού στραβισμού τών οφθαλμώνδ) «πρισματικός συντελεστής»(ναυπ.) ο λόγος τού όγκου που εκτοπίζει ένα πλοίο προς τον όγκο ενός πρίσματος το οποίο έχει μήκος ίσο με το μήκος τού πλοίου και σταθερή διατομή ιση με τη μέση διατομή τού βυθισμένου μέρους τού πλοίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρίσμα, -ατoς. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν].
Dictionary of Greek. 2013.